Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
διεμπίπτω
View word page
διελινύω
to cease entirely from labour
ShortDef
to cease entirely from labour
Debugging
Headword:
διελινύω
Headword (normalized):
διελινύω
Headword (normalized/stripped):
διελινυω
IDX:
22588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22589
Key:
Data
{'content': 'to cease entirely from labour'}