Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
διέμπιλος
διεμπίμπλημι
View word page
διέλευσις
transit

ShortDef

transit

Debugging

Headword:
διέλευσις
Headword (normalized):
διέλευσις
Headword (normalized/stripped):
διελευσις
IDX:
22587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22588
Key:

Data

{'content': 'transit'}