Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
διέμπιλος
View word page
διελευθερόω
liberate
ShortDef
liberate
Debugging
Headword:
διελευθερόω
Headword (normalized):
διελευθερόω
Headword (normalized/stripped):
διελευθεροω
IDX:
22586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22587
Key:
Data
{'content': 'liberate'}