Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεκτέμνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
δίεμαι
διεμβάλλω
διεμμένω
View word page
διελέγχω
to refute utterly

ShortDef

to refute utterly

Debugging

Headword:
διελέγχω
Headword (normalized):
διελέγχω
Headword (normalized/stripped):
διελεγχω
IDX:
22585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22586
Key:

Data

{'content': 'to refute utterly'}