Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεκτείνω
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
διέλκω
View word page
διέλασις
a driving through: a charge

ShortDef

a driving through: a charge

Debugging

Headword:
διέλασις
Headword (normalized):
διέλασις
Headword (normalized/stripped):
διελασις
IDX:
22582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22583
Key:

Data

{'content': 'a driving through: a charge'}