Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
διελκυστίνδα
View word page
διεκφύω
spring from
ShortDef
spring from
Debugging
Headword:
διεκφύω
Headword (normalized):
διεκφύω
Headword (normalized/stripped):
διεκφυω
IDX:
22581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22582
Key:
Data
{'content': 'spring from'}