Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
διελινύω
διελίσσω
διελκυσμός
View word page
διεκφεύγω
to escape completely

ShortDef

to escape completely

Debugging

Headword:
διεκφεύγω
Headword (normalized):
διεκφεύγω
Headword (normalized/stripped):
διεκφευγω
IDX:
22580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22581
Key:

Data

{'content': 'to escape completely'}