Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
διελευθερόω
διέλευσις
View word page
διέκτρησις
hole bored quite through

ShortDef

hole bored quite through

Debugging

Headword:
διέκτρησις
Headword (normalized):
διέκτρησις
Headword (normalized/stripped):
διεκτρησις
IDX:
22577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22578
Key:

Data

{'content': 'hole bored quite through'}