Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
διελέγχω
View word page
διεκτέμνω
divide through the midst

ShortDef

divide through the midst

Debugging

Headword:
διεκτέμνω
Headword (normalized):
διεκτέμνω
Headword (normalized/stripped):
διεκτεμνω
IDX:
22575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22576
Key:

Data

{'content': 'divide through the midst'}