Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
διελαύνω
διελεγκτέον
View word page
διεκτέλλω
arise, grow from

ShortDef

arise, grow from

Debugging

Headword:
διεκτέλλω
Headword (normalized):
διεκτέλλω
Headword (normalized/stripped):
διεκτελλω
IDX:
22574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22575
Key:

Data

{'content': 'arise, grow from'}