Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέκπλοος
διεκπνέω
διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
διεκφύω
διέλασις
View word page
διεκτείνω
stretch out, extend

ShortDef

stretch out, extend

Debugging

Headword:
διεκτείνω
Headword (normalized):
διεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
διεκτεινω
IDX:
22572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22573
Key:

Data

{'content': 'stretch out, extend'}