Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διεκπνέω
διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
διεκφεύγω
View word page
διέκροος
a passage for the stream to escape

ShortDef

a passage for the stream to escape

Debugging

Headword:
διέκροος
Headword (normalized):
διέκροος
Headword (normalized/stripped):
διεκροος
IDX:
22570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22571
Key:

Data

{'content': 'a passage for the stream to escape'}