Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεκπηδάω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διεκπνέω
διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
διεκτυλόω
διεκτύλωσις
View word page
διεκρέω
flow out
ShortDef
flow out
Debugging
Headword:
διεκρέω
Headword (normalized):
διεκρέω
Headword (normalized/stripped):
διεκρεω
IDX:
22569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22570
Key:
Data
{'content': 'flow out'}