Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεκπεραιόομαι
διεκπεράω
διεκπηδάω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διεκπνέω
διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτρέχω
διέκτρησις
View word page
διεκπτύω
spit all about
ShortDef
spit all about
Debugging
Headword:
διεκπτύω
Headword (normalized):
διεκπτύω
Headword (normalized/stripped):
διεκπτυω
IDX:
22567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22568
Key:
Data
{'content': 'spit all about'}