Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεκπεραίνω
διεκπεραιόομαι
διεκπεράω
διεκπηδάω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διεκπνέω
διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
διεκπτύω
διέκπτωσις
διεκρέω
διέκροος
διεκσεύω
διεκτείνω
διεκτελέω
διεκτέλλω
διεκτέμνω
διεκτρέχω
View word page
διεκπορεύομαι
go out through

ShortDef

go out through

Debugging

Headword:
διεκπορεύομαι
Headword (normalized):
διεκπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διεκπορευομαι
IDX:
22566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22567
Key:

Data

{'content': 'go out through'}