Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεκκύπτω
διεκλαμβάνω
διεκλάμπω
διεκλανθάνομαι
διεκλύω
διεκμηρύομαι
διεκμυζάω
διεκνέομαι
διεκπαίω
διέκπαυσις
διεκπεραίνω
διεκπεραιόομαι
διεκπεράω
διεκπηδάω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διεκπνέω
διεκπνοή
διεκπονέω
διεκπορεύομαι
View word page
διεκπεραίνω
to go through with

ShortDef

to go through with

Debugging

Headword:
διεκπεραίνω
Headword (normalized):
διεκπεραίνω
Headword (normalized/stripped):
διεκπεραινω
IDX:
22556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22557
Key:

Data

{'content': 'to go through with'}