Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεκθέω
διεκθρώσκω
διεκκύπτω
διεκλαμβάνω
διεκλάμπω
διεκλανθάνομαι
διεκλύω
διεκμηρύομαι
διεκμυζάω
διεκνέομαι
διεκπαίω
διέκπαυσις
διεκπεραίνω
διεκπεραιόομαι
διεκπεράω
διεκπηδάω
διεκπίπτω
διεκπλέω
διέκπλοος
διεκπνέω
διεκπνοή
View word page
διεκπαίω
to break
ShortDef
to break
Debugging
Headword:
διεκπαίω
Headword (normalized):
διεκπαίω
Headword (normalized/stripped):
διεκπαιω
IDX:
22554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22555
Key:
Data
{'content': 'to break'}