Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεισέρχομαι
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβλητέον
διεκβολή
διεκβόλιον
διεκδικέω
διεκδικητής
διεκδρομή
διεκδύομαι
διέκδυσις
διεκθέω
διεκθρώσκω
διεκκύπτω
διεκλαμβάνω
διεκλάμπω
διεκλανθάνομαι
διεκλύω
διεκμηρύομαι
διεκμυζάω
View word page
διεκδύομαι
to slip out through

ShortDef

to slip out through

Debugging

Headword:
διεκδύομαι
Headword (normalized):
διεκδύομαι
Headword (normalized/stripped):
διεκδυομαι
IDX:
22542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22543
Key:

Data

{'content': 'to slip out through'}