Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διειργασμένως
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διεισδύνω
διείσδυσις
διεισέρχομαι
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβλητέον
διεκβολή
διεκβόλιον
διεκδικέω
διεκδικητής
διεκδρομή
διεκδύομαι
διέκδυσις
διεκθέω
View word page
διεκβαίνω
go through and out of

ShortDef

go through and out of

Debugging

Headword:
διεκβαίνω
Headword (normalized):
διεκβαίνω
Headword (normalized/stripped):
διεκβαινω
IDX:
22534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22535
Key:

Data

{'content': 'go through and out of'}