Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διεισδύνω
διείσδυσις
διεισέρχομαι
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβλητέον
διεκβολή
διεκβόλιον
διεκδικέω
διεκδικητής
διεκδρομή
διεκδύομαι
διέκδυσις
View word page
διέκ
through and out of

ShortDef

through and out of

Debugging

Headword:
διέκ
Headword (normalized):
διέκ
Headword (normalized/stripped):
διεκ
IDX:
22533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22534
Key:

Data

{'content': 'through and out of'}