Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίειμι
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διεισδύνω
διείσδυσις
διεισέρχομαι
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβλητέον
διεκβολή
διεκβόλιον
διεκδικέω
διεκδικητής
διεκδρομή
διεκδύομαι
View word page
διεισέρχομαι
effect an entrance through

ShortDef

effect an entrance through

Debugging

Headword:
διεισέρχομαι
Headword (normalized):
διεισέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
διεισερχομαι
IDX:
22532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22533
Key:

Data

{'content': 'effect an entrance through'}