Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διειλημμένως
διειλύομαι
δίειμι
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διεισδύνω
διείσδυσις
διεισέρχομαι
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβλητέον
διεκβολή
διεκβόλιον
διεκδικέω
διεκδικητής
View word page
διεισδύνω
go into and through

ShortDef

go into and through

Debugging

Headword:
διεισδύνω
Headword (normalized):
διεισδύνω
Headword (normalized/stripped):
διεισδυνω
IDX:
22530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22531
Key:

Data

{'content': 'go into and through'}