Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
διειλύομαι
δίειμι
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διεισδύνω
διείσδυσις
διεισέρχομαι
διέκ
διεκβαίνω
διεκβάλλω
διεκβλητέον
View word page
διείρομαι
to question closely

ShortDef

to question closely

Debugging

Headword:
διείρομαι
Headword (normalized):
διείρομαι
Headword (normalized/stripped):
διειρομαι
IDX:
22526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22527
Key:

Data

{'content': 'to question closely'}