Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
διειλύομαι
δίειμι
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διεισδύνω
διείσδυσις
διεισέρχομαι
διέκ
διεκβαίνω
View word page
διειργασμένως
elaborately

ShortDef

elaborately

Debugging

Headword:
διειργασμένως
Headword (normalized):
διειργασμένως
Headword (normalized/stripped):
διειργασμενως
IDX:
22524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22525
Key:

Data

{'content': 'elaborately'}