Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
διειλύομαι
δίειμι
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διεισδύνω
διείσδυσις
διεισέρχομαι
View word page
δίειμι
to go to and fro, roam about

ShortDef

to go to and fro, roam about

Debugging

Headword:
δίειμι
Headword (normalized):
δίειμι
Headword (normalized/stripped):
διειμι
IDX:
22522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22523
Key:

Data

{'content': 'to go to and fro, roam about'}