Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
διειλύομαι
δίειμι
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρομαι
διειρύω
διείρω
διειρωνόξενος
διεισδύνω
View word page
διειλημμένως
distinctly

ShortDef

distinctly

Debugging

Headword:
διειλημμένως
Headword (normalized):
διειλημμένως
Headword (normalized/stripped):
διειλημμενως
IDX:
22520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22521
Key:

Data

{'content': 'distinctly'}