Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
διειλύομαι
δίειμι
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρομαι
διειρύω
View word page
διεῖδον
to see thoroughly, discern

ShortDef

to see thoroughly, discern

Debugging

Headword:
διεῖδον
Headword (normalized):
διεῖδον
Headword (normalized/stripped):
διειδον
IDX:
22517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22518
Key:

Data

{'content': 'to see thoroughly, discern'}