Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
διειλύομαι
δίειμι
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
διείρομαι
View word page
διειδής
transparent, clear
ShortDef
transparent, clear
Debugging
Headword:
διειδής
Headword (normalized):
διειδής
Headword (normalized/stripped):
διειδης
IDX:
22516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22517
Key:
Data
{'content': 'transparent, clear'}