Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
διειλύομαι
δίειμι
διεῖπον
διειργασμένως
διείργω
View word page
διεθίζω
become chronic
ShortDef
become chronic
Debugging
Headword:
διεθίζω
Headword (normalized):
διεθίζω
Headword (normalized/stripped):
διεθιζω
IDX:
22515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22516
Key:
Data
{'content': 'become chronic'}