Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
διειλύομαι
δίειμι
διεῖπον
διειργασμένως
View word page
διεζευγμένως
discretely
ShortDef
discretely
Debugging
Headword:
διεζευγμένως
Headword (normalized):
διεζευγμένως
Headword (normalized/stripped):
διεζευγμενως
IDX:
22514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22515
Key:
Data
{'content': 'discretely'}