Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διεγγυάω
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
διειλημμένως
διειλύομαι
δίειμι
διεῖπον
View word page
δίεδρος
sitting apart
ShortDef
sitting apart
Debugging
Headword:
δίεδρος
Headword (normalized):
δίεδρος
Headword (normalized/stripped):
διεδρος
IDX:
22513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22514
Key:
Data
{'content': 'sitting apart'}