Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διδυμόχροος
Διδώ
δίδωμι
διεγγύα
διεγγυάω
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
διειλέω
View word page
διεγερτικός
exciting, stimulant

ShortDef

exciting, stimulant

Debugging

Headword:
διεγερτικός
Headword (normalized):
διεγερτικός
Headword (normalized/stripped):
διεγερτικος
IDX:
22509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22510
Key:

Data

{'content': 'exciting, stimulant'}