Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διδυμοτόκος
διδυμόχροος
Διδώ
δίδωμι
διεγγύα
διεγγυάω
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
διεικάζομαι
View word page
διεγερτέον
one must arouse
ShortDef
one must arouse
Debugging
Headword:
διεγερτέον
Headword (normalized):
διεγερτέον
Headword (normalized/stripped):
διεγερτεον
IDX:
22508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22509
Key:
Data
{'content': 'one must arouse'}