Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διδυμοτοκία
διδυμοτόκος
διδυμόχροος
Διδώ
δίδωμι
διεγγύα
διεγγυάω
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
διεῖδον
View word page
διέγερσις
arousing

ShortDef

arousing

Debugging

Headword:
διέγερσις
Headword (normalized):
διέγερσις
Headword (normalized/stripped):
διεγερσις
IDX:
22507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22508
Key:

Data

{'content': 'arousing'}