Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διδυμοτοκέω
διδυμοτοκία
διδυμοτόκος
διδυμόχροος
Διδώ
δίδωμι
διεγγύα
διεγγυάω
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διέδην
διεδρεία
διέδριον
δίεδρος
διεζευγμένως
διεθίζω
διειδής
View word page
διεγείρω
wake up
ShortDef
wake up
Debugging
Headword:
διεγείρω
Headword (normalized):
διεγείρω
Headword (normalized/stripped):
διεγειρω
IDX:
22506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22507
Key:
Data
{'content': 'wake up'}