Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διδυμόκτυπος
Δίδυμος
δίδυμος
διδυμόστροφος
διδυμότης
διδυμοτοκέω
διδυμοτοκία
διδυμοτόκος
διδυμόχροος
Διδώ
δίδωμι
διεγγύα
διεγγυάω
διεγγύημα
διεγγύησις
διεγείρω
διέγερσις
διεγερτέον
διεγερτικός
διέδην
διεδρεία
View word page
δίδωμι
to give
ShortDef
to give
Debugging
Headword:
δίδωμι
Headword (normalized):
δίδωμι
Headword (normalized/stripped):
διδωμι
IDX:
22501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22502
Key:
Data
{'content': 'to give'}