Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διδυμαῖος
διδυμάνωρ
διδυμάων
Διδυμεύς
διδυμεύω
διδυμητοκέω
διδυμητόκος
διδύμια
διδυμογενής
διδυμόζυγος
διδυμόθροος
διδυμόκτυπος
Δίδυμος
δίδυμος
διδυμόστροφος
διδυμότης
διδυμοτοκέω
διδυμοτοκία
διδυμοτόκος
διδυμόχροος
Διδώ
View word page
διδυμόθροος
double-voiced

ShortDef

double-voiced

Debugging

Headword:
διδυμόθροος
Headword (normalized):
διδυμόθροος
Headword (normalized/stripped):
διδυμοθροος
IDX:
22490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22491
Key:

Data

{'content': 'double-voiced'}