Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διδυμαγενεῖς
διδυμαῖος
διδυμάνωρ
διδυμάων
Διδυμεύς
διδυμεύω
διδυμητοκέω
διδυμητόκος
διδύμια
διδυμογενής
διδυμόζυγος
διδυμόθροος
διδυμόκτυπος
Δίδυμος
δίδυμος
διδυμόστροφος
διδυμότης
διδυμοτοκέω
διδυμοτοκία
διδυμοτόκος
διδυμόχροος
View word page
διδυμόζυγος
with a pair of horses; twofold
ShortDef
with a pair of horses; twofold
Debugging
Headword:
διδυμόζυγος
Headword (normalized):
διδυμόζυγος
Headword (normalized/stripped):
διδυμοζυγος
IDX:
22489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22490
Key:
Data
{'content': 'with a pair of horses; twofold'}