Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διδράσκω
διδραχμία
δίδραχμος
διδυμαγενεῖς
διδυμαῖος
διδυμάνωρ
διδυμάων
Διδυμεύς
διδυμεύω
διδυμητοκέω
διδυμητόκος
διδύμια
διδυμογενής
διδυμόζυγος
διδυμόθροος
διδυμόκτυπος
Δίδυμος
δίδυμος
διδυμόστροφος
διδυμότης
διδυμοτοκέω
View word page
διδυμητόκος
twin bearing; twin born (a twin)

ShortDef

twin bearing; twin born (a twin)

Debugging

Headword:
διδυμητόκος
Headword (normalized):
διδυμητόκος
Headword (normalized/stripped):
διδυμητοκος
IDX:
22486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22487
Key:

Data

{'content': 'twin bearing; twin born (a twin)'}