Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίδημι
Δίδιος
Διδοίνυσος
δίδραγμον
διδράσκω
διδραχμία
δίδραχμος
διδυμαγενεῖς
διδυμαῖος
διδυμάνωρ
διδυμάων
Διδυμεύς
διδυμεύω
διδυμητοκέω
διδυμητόκος
διδύμια
διδυμογενής
διδυμόζυγος
διδυμόθροος
διδυμόκτυπος
Δίδυμος
View word page
διδυμάων
twin-brothers, twins

ShortDef

twin-brothers, twins

Debugging

Headword:
διδυμάων
Headword (normalized):
διδυμάων
Headword (normalized/stripped):
διδυμαων
IDX:
22482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22483
Key:

Data

{'content': 'twin-brothers, twins'}