Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διδαχή
δίδημι
Δίδιος
Διδοίνυσος
δίδραγμον
διδράσκω
διδραχμία
δίδραχμος
διδυμαγενεῖς
διδυμαῖος
διδυμάνωρ
διδυμάων
Διδυμεύς
διδυμεύω
διδυμητοκέω
διδυμητόκος
διδύμια
διδυμογενής
διδυμόζυγος
διδυμόθροος
διδυμόκτυπος
View word page
διδυμάνωρ
touching both the men

ShortDef

touching both the men

Debugging

Headword:
διδυμάνωρ
Headword (normalized):
διδυμάνωρ
Headword (normalized/stripped):
διδυμανωρ
IDX:
22481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22482
Key:

Data

{'content': 'touching both the men'}