Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διδάσκω
διδαχή
δίδημι
Δίδιος
Διδοίνυσος
δίδραγμον
διδράσκω
διδραχμία
δίδραχμος
διδυμαγενεῖς
διδυμαῖος
διδυμάνωρ
διδυμάων
Διδυμεύς
διδυμεύω
διδυμητοκέω
διδυμητόκος
διδύμια
διδυμογενής
διδυμόζυγος
διδυμόθροος
View word page
διδυμαῖος
their temple
ShortDef
their temple
Debugging
Headword:
διδυμαῖος
Headword (normalized):
διδυμαῖος
Headword (normalized/stripped):
διδυμαιος
IDX:
22480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22481
Key:
Data
{'content': 'their temple'}