Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
δίδημι
Δίδιος
Διδοίνυσος
δίδραγμον
διδράσκω
διδραχμία
δίδραχμος
διδυμαγενεῖς
διδυμαῖος
διδυμάνωρ
διδυμάων
Διδυμεύς
διδυμεύω
διδυμητοκέω
διδυμητόκος
διδύμια
διδυμογενής
διδυμόζυγος
View word page
διδυμαγενεῖς
twins
ShortDef
twins
Debugging
Headword:
διδυμαγενεῖς
Headword (normalized):
διδυμαγενεῖς
Headword (normalized/stripped):
διδυμαγενεις
IDX:
22479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22480
Key:
Data
{'content': 'twins'}