Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίδακτρα
διδακτυλιαῖος
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
δίδημι
Δίδιος
Διδοίνυσος
δίδραγμον
διδράσκω
διδραχμία
δίδραχμος
διδυμαγενεῖς
διδυμαῖος
διδυμάνωρ
διδυμάων
View word page
δίδημι
to bind, fetter

ShortDef

to bind, fetter

Debugging

Headword:
δίδημι
Headword (normalized):
δίδημι
Headword (normalized/stripped):
διδημι
IDX:
22472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22473
Key:

Data

{'content': 'to bind, fetter'}