Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διδακτικός
διδακτός
δίδακτρα
διδακτυλιαῖος
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
δίδημι
Δίδιος
Διδοίνυσος
δίδραγμον
διδράσκω
διδραχμία
δίδραχμος
διδυμαγενεῖς
διδυμαῖος
View word page
διδάσκω
to teach

ShortDef

to teach

Debugging

Headword:
διδάσκω
Headword (normalized):
διδάσκω
Headword (normalized/stripped):
διδασκω
IDX:
22470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22471
Key:

Data

{'content': 'to teach'}