Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διδακτήριος
διδακτικός
διδακτός
δίδακτρα
διδακτυλιαῖος
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
δίδημι
Δίδιος
Διδοίνυσος
δίδραγμον
διδράσκω
διδραχμία
δίδραχμος
διδυμαγενεῖς
View word page
διδάσκαλος
a teacher, master

ShortDef

a teacher, master

Debugging

Headword:
διδάσκαλος
Headword (normalized):
διδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
διδασκαλος
IDX:
22469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22470
Key:

Data

{'content': 'a teacher, master'}