Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διδακτήρ
διδακτήριος
διδακτικός
διδακτός
δίδακτρα
διδακτυλιαῖος
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
δίδημι
Δίδιος
Διδοίνυσος
δίδραγμον
διδράσκω
διδραχμία
δίδραχμος
View word page
διδασκάλιον
a thing taught, a science, art, lesson
ShortDef
a thing taught, a science, art, lesson
Debugging
Headword:
διδασκάλιον
Headword (normalized):
διδασκάλιον
Headword (normalized/stripped):
διδασκαλιον
IDX:
22468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22469
Key:
Data
{'content': 'a thing taught, a science, art, lesson'}