Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διδακτέον
διδακτέος
διδακτήρ
διδακτήριος
διδακτικός
διδακτός
δίδακτρα
διδακτυλιαῖος
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
δίδημι
Δίδιος
Διδοίνυσος
δίδραγμον
διδράσκω
View word page
διδασκαλία
teaching, instruction, education

ShortDef

teaching, instruction, education

Debugging

Headword:
διδασκαλία
Headword (normalized):
διδασκαλία
Headword (normalized/stripped):
διδασκαλια
IDX:
22466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22467
Key:

Data

{'content': 'teaching, instruction, education'}