Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίδαγμα
διδακτέον
διδακτέος
διδακτήρ
διδακτήριος
διδακτικός
διδακτός
δίδακτρα
διδακτυλιαῖος
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
δίδημι
Δίδιος
Διδοίνυσος
δίδραγμον
View word page
διδασκαλεῖον
a teaching-place, school

ShortDef

a teaching-place, school

Debugging

Headword:
διδασκαλεῖον
Headword (normalized):
διδασκαλεῖον
Headword (normalized/stripped):
διδασκαλειον
IDX:
22465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22466
Key:

Data

{'content': 'a teaching-place, school'}