Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διγονία
δίγονος
δίγυιος
διγωνία
δίδαγμα
διδακτέον
διδακτέος
διδακτήρ
διδακτήριος
διδακτικός
διδακτός
δίδακτρα
διδακτυλιαῖος
δίδαξις
διδασκαλεῖον
διδασκαλία
διδασκαλικός
διδασκάλιον
διδάσκαλος
διδάσκω
διδαχή
View word page
διδακτός
taught, learnt
ShortDef
taught, learnt
Debugging
Headword:
διδακτός
Headword (normalized):
διδακτός
Headword (normalized/stripped):
διδακτος
IDX:
22461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22462
Key:
Data
{'content': 'taught, learnt'}